Σήμερα, χρονιάρες μέρες, δεν θα κάνω δικό μου ρεπορτάζ, θ΄ απομαγνητοφωνήσω αποσπάσματα πίκρας, απόγνωσης και εγκατάλειψης από τους κατοίκους της Νεράιδας Κοζάνης που τα σπίτια και τα κτήματά τους τα «έπνιξε» το φράγμα Πολυφύτου στον Αλιάκμονα. Κι αυτοί, τέσσερα χρόνια τώρα, πάνω από διακόσιες ψυχές, αφημένοι σ΄ έναν παραλίμνιο πέτρινο λόφο που τον θερίζουν οι αγέρηδες, πασχίζουν να φτιάξουν τα σπίτια τους, ξανά πρόσφυγες στον τόπο τους, θωρώντας τη λίμνη που έπνιξε τα όνειρά τους, νοσταλγώντας τη χαμένη πατρίδα, τη Σεβάστεια, απ΄ όπου ξεκληρίστηκαν…
Δεν γράφω ονόματα. Τι να τα κάνεις τα ονόματα, όταν μιλάει για όλους ο ταλαιπωρημένος από τις δεξιές κυβερνήσεις λαός, ο προδομένος από το ντόπιο κεφάλαιο και ντόπιους ευκαιριτζίδες…
ΝΕΡΑΪΔΑ ΚΟΖΑΝΗΣ: Άλλοτε χωριό, σήμερα βυθός της λίμνης Πολυφύτου. Δημοσιογραφικά στοιχεία απογραφών: 1940 : 153 κάτοικοι, 1951: 199, 1961: 278, 1971: 305. Σήμερα μετά το πνίξιμο του χωριού τους (1974) είκοσι οικογένειες εγκαταστάθηκαν σ ενοικιασμένα σπίτια στο Πλατύ Ημαθίας και 4- 5 σε άλλα μέρη. Τώρα στον πέτρινο λόφο πάνω από τη μεγάλη γέφυρα της λίμνης, οι υπόλοιποι χτίζουν με τα δόντια τριάντα σπίτια, ατέλειωτα ακόμη. Διακόσιοι άνθρωποι κουβαλούν νερό από τη λίμνη και τα γύρω χωριά για να πιουν και να χτίσουν τα σπίτια τους. «Το κράτος δεν υποστήριξε το χωριό, λένε. Το άφησε στο έλεος του Θεού. Εδώ χτίσαμε τα σπίτια μας με τα λεφτά μας και την τυράννια μας. Ούτε η ΔΕΗ μας υποστήριξε ούτε το κράτος».
Ο μονόλογος του δράματος
*Μιλάει μια γυναίκα που σκούπιζε μια παράγκα – Εκκλησία για τις γιορτές:
«- Έχασα τα νιάτα μου πάνω στο βουνό. Μισός έμεινε ο άντρας μου για να κάνουμε ένα σπίτι εδώ. Πήγα στο Νομάρχη. «Να πας να κάνεις το φαΐ σου», λέει. «Ευχαριστώ, λέω, κύριε Νομάρχα. Αυτό το μέρος δεν είναι δικό σου, λέω. Εγώ ήρθα να κάνω παράπονο, δεν ήρθα να με πεις να πάω να κάνω φαγητό. Τι να φάω ; «Δεν μας λογαριάζουν εμάς ¨χωριάτης είναι, ας πάει να ζήσει¨ Κύριε, χωριάτης είσαι και σύ, από τη δικιά μου πλάτη τρως και κάθεσαι στην καρέκλα. Έχουμε τον πόνο μας, έχουμε κι αυτούς από πάνω. Έρχονται και μας κοροϊδεύουν. Η δικιά σου η γυναίκα, λέω είναι ήσυχη. Έχει το φαΐ της και τρώει, εγώ;»…
Το κράτος δεν μας υποστήριξε, μας έκανε χειρότερους από τους Κύπριους. Μέσα στο νερό μας άφησε, τον ένα του πήρε το μάτι, τον άλλο το πόδι πήρε, την ψυχή μας πήρε και δεν μας έδωσε αποζημίωση . Έριχναν φουρνέλα. Το χωριό ήταν μέσα. Πήγα στην αστυνομία. Είπα «να ΄ρθείτε να μας σηκώσετε». «Δεν παθαίνετε τίποτα», μου λέει. Έπαθε ο άντρας μου, έμεινε μ΄ ένα μάτι . «Κύριε αστυνόμε, είδες τι έγινε», λέω. «Τι θα γίνει τώρα!». « Έ, υπάρχουν σαν το δικό σου τον άντρα τόσοι κα τόσοι», λέει. (Με έκπληξη για το μαγνητόφωνο). Ανοιχτό είναι; Εμείς είμαστε αγράμματοι κι αν γίνει κανά λάθος θα παν να μας ρίξουν μέσα. Εγώ μέσα είμαι θα τους πω, κι άλλο μέσα απ΄ αυτό που είμαι τώρα; Είπα στον πρόεδρο για τα φουρνέλα. Δεν παθαίνετε τίποτα μου λέει. Μια δυό έρχονται πέτρες, χτυπάει μέσα στο σπίτι, κάνουν τον άντρα μου μισό, παίρνουν τα λεφτά αυτοί και μεις στους δρόμους. Γιατί δεν ήρθε ο Νομάρχης να δει τι γίνεται εδώ;».
«Τίποτα δεν πήραμε από τις απαλλοτριώσεις»
Το 1971 – 72 απαλλοτριώθηκαν για το υδροηλεκτρικό φράγμα Πολυφύτου 100.000 στρεμ. Γόνιμης γης από τη ΔΕΗ που ανήκαν σε 18.000 περίπου αγροτικές οικογένειες. Οι τιμές από 700 δρχ. μέχρι 14.000 κατά στρ., ήταν ασήμαντες. Τιμές που δεν αντιστοιχούν για το κάθε στρέμμα, είτε ξερικό ήταν, είτε αρδευμένο, παρά στο εισόδημα μιας χρονιάς. Κι ενώ τα κτήματα απαλλοτριώθηκαν το 1972 τα χρήματα τα πήραν με μειωμένη αξία λόγω τιμαρίθμου, το 1976 και το 1977. Μέσα στη δικτατορία δούλεψε πολύ το παρασκήνιο, ο ηθικός εκβιασμός, οι καταθλιπτικές συνθήκες του χουντικού κλίματος για τους αγρότες. Πολλοί μετανάστεψαν. Περισσότερο απ΄ όλους πλήρωσε η Νεράιδα που κατακλύστηκε από τα νερά.
Μιλάει μια γυναίκα: «Τα λεφτά που πήραμε από τα χωράφια και το σπίτι που είχαμε όλα αυτά δεν έφτασαν και πήραμε και δάνειο 250.000 δρχ. Τότε ζούσε η οικογένεια μου. Έπαιρνα το εισόδημα από το σιτάρι και το καπνό, είχα κηπευτικά και φρούτα και διατηρούσα την οικογένεια μου, Σήμερα όμως είναι σταυρωμένα τα χέρια μας. Δεν δουλεύουμε πουθενά γι΄ αυτό και τα λίγα λεφτά που δώσανε σκόρπισαν δεξιά κι αριστερά στους δρόμους κι αναγκάστηκα να πάρω δάνειο κι είμαστε χρεωμένοι. Γιατί εμάς μας άφησαν την περιουσία στο νερό, ούτε σε μια δουλειά μας έβαλαν, ούτε κανένα προστάτεψαν, ούτε το νερό μας έφεραν, ούτε το σχολείο μας έφτιαξαν, ούτε την εκκλησία μας έκαναν, δηλαδή άνθρωποι από θεομηνία να παθαίναμε έπρεπε, να μας τακτοποιήσουν, όμως δυστυχώς σήμερα τυραννιόμαστε και κανένας δεν μας προστάτεψε. Κάθε μέρα κλαίμε και φωνάζουμε: «Νερό θέλουμε» και δεν ενδιαφέρεται κανένας. Είναι δικαιοσύνη αυτή; Κουβαλώ κάθε μέρα νερό με το άλογο από χιλιόμετρα. Πληρώνουμε βυτίο και μας φέρνουνε. Σήμερα εγώ τρέφω άλογο για να φέρω μόνο το νερό να μαγειρέψω. Είχα καινούργιο σπίτι κι είχα το νερό κι επάνω και στην αυλή και σήμερα κουβαλώ νερό με το άλογο πάνω στο ύψωμα για να ξεδιψάσω τα παιδιά μου. Ζωή είναι αυτή;
Ενας γέρος περιγράφει το ξεσπίτωμα: «Αυτοί είχαν πρόγραμμα να κλείσουν τη λίμνη. Δεν μας είπαν να πάμε σ΄ένα μέρος να μείνουμε εκεί. Την τελευταία στιγμή σε δεκαπέντε μέρες το νερό έφτασε μέσα στο χωριό. Οι οικογένειες μέσα. Έρχεται από τη ΔΕΗ ένας υπάλληλος. Μου λέει να γκρεμίσω τα μαντριά. Τα γελάδια μέσα. Βρε χριστιανέ, του λέω, φεύγα, εγώ που θα πάω; Εχω τα γελάδια μέσα. Όχι. Διατάζει το μπολτοζιέρη να το χαλάσει. Ήρθα στη στιγμή να σκοτώσω ή να με σκοτώσει. Σ΄αυτό το σημείο πέσαμε. Αρπάζω μια πέτρα, «θα φύγεις ή δε θα φύγεις;». Η γριά μαζί. Θα πεθάνεις ή πεθάνω, λέω. Κι από πάνω έβρεχε. Μέσα στο νερό ήμασταν.
Χωρίς σχολείο
«Μείνανε πέντε – έξι μαθητές που πάνε σε σχολεία μακρινά, με τρακτέρ, με τα πόδια, στο Βαθύλακο, στο Βελβεντό, στα Σέρβια. Δεν μπορέσαμε να συγκεντρώσουμε δώδεκα παιδιά. Άλλοτε με τρία παιδιά είχαμε δάσκαλο. Τώρα έχουμε, αλλά πήγε στο απέναντι χωριό, τη Λάβα. Έχω δύο παιδιά, 8 και 10 χρονών, κάθε μέρα κατεβαίνουν ένα χιλιόμετρο με τα πόδια και πάνε με το λεωφορείο πέντε χιλιόμετρα στα Σέρβια. Δυό χρόνια τα πήγαινα κάθε μέρα και ξαναπήγαινα να τα πάρω με το τρακτέρ στο Βαθύλακο, δώδεκα χιλιόμετρα σύρε έλα.
Η προηγούμενη κυβέρνηση αναγνωρίζοντας την αδικία, αλλά και τις χουντικές αποφάσεις των δικαστηρίων έδωσε μια πρόσθετη καταβολή στους δικαιούχους σαν οικονομική ενίσχυση», που με κανένα τρόπο δεν λύνει το οξύ κοινωνικό πρόβλημα που δημιουργήθηκε στα με περιορισμένο κλήρο από τη λίμνη χωριά του Αλιάκμονα.
«Στο χωριό μας έγινε, όπως πουλάμε τα καπνά. Έγινε ένας διασπασμός και οι περισσότεροι αδικήθηκαν. Ο διασπασμός βέβαια έγινε από τη ΔΕΗ. Πήραν ορισμένοι, ο παλιός πρόεδρος, ο παπάς που μας εγκατέλειψε και οι υπόλοιποι, και οι άλλοι τίποτα..».
«Εμένα μου ΄δώσαν 200 δρχ το κυβικό για καπναποθήκη». «Εμάς μας δώσαν στο σπίτι δυό κατοστάρικα το κυβικό». Και γω αδικεύτηκα, γιατί δεν έπιανε η κουβέντα μου».
«Μας είπαν ότι θα μας δανείσει η Αγροτική Τράπεζα από 230.000 δρχ. για κάθε νοικοκυριό και με 5% τόκο και ανέβηκε τώρα 9%. Εχουμε τέσσερα χρόνια και λεφτά δεν πήραμε από πουθενά».
«Η ΔΕΗ μας έδωσε εξευτελιστικές αποζημιώσεις με τις οποίες δεν μπορούμε να αποκατασταθούμε. Ούτε είμαστε ευχαριστημένοι από τα βοηθήματα που μας έδωσε ο Παπαληγούρας. Θέλουμε να μας δώσουν δουλειά στα έργα. Ο γιός μου έχει τρία διπλώματα από το εξωτερικό και δεν βρίσκει δουλειά. Όλη η νεολαία δεν έχει δουλειά. Είμαστε οι παθόντες γι΄αυτό θέλουμε αποκατάσταση».
«Θέλουμε τα λίγα χωράφια που μας έμειναν να γίνουν ποτιστικά από το κράτος ή τη ΔΕΗ και να μοιραστούν αρκετά κοινοτικά στρέμματα που υπάρχουν σε ακτήμονες».
«Το δάνειο που πήραμε για να φτιάξουμε τα σπίτια, 200.000, θέλουμε να μας το χαρίσουν και να μας δώσουν αυξημένη αποζημίωση. Μας εκτίμησαν τα χωράφια μας με άλλο τιμάριθμο. Κι ο τιμάριθμος έφυγε πάνω. Αν μας τα δίνανε τότες, το ΄72, θα μπορούσαμε να κάνουμε το σπίτι, θα είχαμε και λεφτά στα χέρια μας».
«Θέλουμε το νερό της πηγής από το οποίο πίνουμε 50 χρόνια και μας το πήραν τα Λεύκαρα (γειτονική κοινότητα) να μας το δώσουν το συντομότερο. Δεν μπορούμε άλλο χωρίς νερό. Το νερό το κουβαλούμε με ζώα και βυτία από το Βαθύλακο, τη Μεσιανή, τα Σέρβια.. Αφού γίνεται χωριό, γιατί δεν μας αναγνωρίζει το κράτος, η ΔΕΗ, και να ενεργήσει να φέρει το νερό;
«Αυτό το φως γιατί να το παίρνουμε τρεις δραχμές, αφού είμαστε παθόντες από τη ΔΕΗ. Γιατί οι υπάλληλοι της ΔΕΗ να το παίρνουν πέντε δεκάρες;
«Θέλουμε σχολείο για παιδιά μας, εκκλησία, και ο Νομάρχης να μας στείλει καμιά φαγάνα να στρώσει αυτό το χωράφι με τις πέτρες που το έχουμε για πλατεία»
Ρεπορτάζ του Δημοσιογράφου της εφημερίδας ΑΥΓΗ
ΧΡΗΣΤΟΥ ΖΑΦΕΙΡΗ
Ξενοφώντας Βαϊζογλου